Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επιστήμονες και καλλιτέχνες συνέβαλαν στην περαιτέρω εξέλιξη της φωτογραφίας. Από την άκαμπτη, "αρχαϊκή" εποχή της εφεύρεσής της πέρασε στην κλασική εποχή της καθιέρωσης, τόσο ως αυτόνομης μορφής έκφρασης, όσο και ως μοχλού πίεσης των εξελίξεων στο χώρο της τέχνης γενικότερα.
Όλη αυτή την αλλαγή που επέφερε η εφεύρεση της φωτογραφίας με τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές χρήσεις της, συνοψίστηκαν από τον Γερμανό θεωρητικό και φιλόσοφο Walter Benjamin το 1936, στο δοκίμιό του με τίτλο: Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του (The work of art in the age of mechanical reproduction). Όπως αναφέρει ο Benjamin στην αρχή του δοκιμίου του: “με τη φωτογραφία το χέρι αποδεσμεύτηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της εικονογραφικής αναπαραγωγής απ’ τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά καθήκοντα, που τώρα πια περιέρχονται στο μάτι που κοιτάζει μέσα στον αντικειμενικό φακό. Μια και το μάτι συλλαμβάνει ταχύτερα απ’ όσο ζωγραφίζει το χέρι, η διαδικασία της εικονογραφικής αναπαραγωγής επιταχύνθηκε τόσο αφάνταστα, που μπορούσε πια να συμβαδίζει με την ομιλία”[1].