user_mobilelogo
What's On - Τρέχοντα

ArtycleΤρέχοντα

Εκθέσεις Δράσεις Σεμινάρια Διαγωνισμοί

View more
Vermeer

Johannes Vermeer

Το Μπαρόκ στην Ολλανδία του 17ου αιώνα

View more

    Η ανάδειξη της προσωπικότητας του ατόμου και η βεβαιότητα για την αυτάρκη φύση του ανθρώπου, χαρακτηριστικά συνυφασμένα με την αναγεννησιακή αντίληψη, λέγεται ότι σηματοδοτούν το ξεκίνημα του σύγχρονου κόσμου. Όπως παρατηρεί ο John Pope-Hennessy “είναι αναμφίβολα αυτά τα στοιχεία που σηματοδοτούν το ξεκίνημα της σύγχρονης προσωπογραφίας”[1]. Σε μία κοινωνία όπου για πρώτη φορά ο άνθρωπος φαίνεται να ελέγχει συνειδητά, με τις δικές του δυνάμεις τη φύση και το πεπρωμένο και μ’ αυτό τον τρόπο να αγωνίζεται για τη δημιουργία και την προσωπική του κοινωνική άνοδο, είναι αναμενόμενο να συναντάμε και την αγάπη για την προσωπογραφία. Η άνθιση της προσωπογραφίας στην τέχνη της Αναγέννησης, δεν αντανακλά μόνο αυτή την πίστη του ατόμου στις δικές του ιδιαίτερες δυνάμεις και ικανότητες, αλλά και την αφύπνιση του ενδιαφέροντος για τα ανθρώπινα κίνητρα, τον χαρακτήρα και τα συναισθήματα.

   Ο μύθος παρείχε από την περίοδο της Αναγέννησης και του Μανιερισμού, την ευκαιρία στους καλλιτέχνες να αποδώσουν το γυμνό ανθρώπινο σώμα, επικαλούμενοι την ύπαρξη κάποιου βαθύτερου νοήματος με ηθικοπλαστικό, διδακτικό χαρακτήρα. ‘Έγινε ένα σύμβολο γνώσης, όχημα των καλλιτεχνών προς την απελευθέρωση των ιδεών και της φαντασίας. Μιας φαντασίας αντίπαλης της προόδου της επιστήμης και του ανερχόμενου θετικισμού, η οποία παρότι τελικά λειτούργησε συχνά προς όφελος της εκκλησίας, εξέφραζε τις αντιλήψεις της νέας αστικής κοινωνίας. Οι ηρωίδες του μύθου επελέγησαν, από τους καλλιτέχνες του Μπαρόκ, τόσο για να απεικονίσουν τη φυσική ομορφιά, όσο και για να διδάξουν μέσα από την απεικόνιση συγκεκριμένων επεισοδίων, την ορθή απονομή δικαιοσύνης και άλλες αρετές, όπως η σύνεση, η πίστη, η σωφροσύνη κλπ.

Lissitzky, The constructor, 1924

   Από το 1900 και μετά, οι φωτογράφοι προσπαθούν δειλά δειλά να εισαγάγουν τη φωτογραφική πράξη στη νέα γλώσσα του μοντερνισμού. Αυτού του είδους η φωτογραφία έδειχνε να χειρίζεται με μαεστρία την έννοια της εικόνας για πρώτη φορά. Εγκαταλείποντας κάθε δέσμευση με την αντικειμενική καταγραφή της πραγματικότητας, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από το ανθρώπινο μάτι, η φωτογραφία γίνεται πλέον ένας νέος οπτικός κώδικας, ενδεικτικός της σύγχρονης ανησυχίας που επέβαλε η Αφαίρεση, το dada, ο Φουτουρισμός και αργότερα ο Σουρεαλισμός.

   Μ’ αυτήν την έννοια η φωτογραφία δεν γίνεται πλέον αντιληπτή ως αντανάκλαση του πραγματικού, αλλά περισσότερο ως μια επιφανειακή μορφή του κόσμου, εισβάλλοντας σε μία ευρεία μυθολογία της αληθοφάνειας. Όπως σημειώνει ο Graham Clarke γι’ αυτήν την περίοδο: “Η φωτογραφία αντιμετωπίζεται ως μια πλευρά της ακραίας αισθητικής, τόσο ψυχολογική όσο και πολιτική: μία κριτική της κυρίαρχης ιδεολογίας και μ’ αυτόν τον τρόπο μία σημαντική μορφή αναπαράστασης”[1].

Chuck Close between his works

   Ο Φωτογραφικός Ρεαλισμός, ή Φωτορεαλισμός (Photorealism ή Superrealism), είναι ο όρος που περιγράφει το φαινόμενο της επιστροφής στην παραστατική ζωγραφική στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Αμερική. Διαδέχεται την Pop Art και αντλεί και αυτός τα θέματά του από την σύγχρονη αμερικανική καθημερινότητα. Σε αντίθεση όμως με αυτή, δεν έχει θέματα «προκατασκευασμένα» (μέσα από τα tabloids, τα commix και τη διαφήμιση), αλλά θέματα παρμένα από την ίδια την πραγματικότητα, όπως καταγράφεται από τον φωτογραφικό φακό. Εάν η Εννοιολογική Τέχνη χρησιμοποιεί τη φωτογραφία και την αναπαραγωγιμότητα της, για να θέσει υπό αμφισβήτηση την μοναδικότητα του ζωγραφικού έργου, o Φωτορεαλισμός, εκμεταλλεύεται κάποιες από τις φωτογραφικές αξίες, όπως η ψευδαίσθηση, και απορρίπτει κάποιες άλλες, όπως η μηχανική αναπαραγωγή, για χάρη της ζωγραφικής αξίας και της μοναδικότητας του έργου τέχνης.

Αναζήτηση