user_mobilelogo

Αναγέννηση

  •    Ο Leonardo da Vinci φιλοτέχνησε το έργο με τίτλο Η Παρθένος και ο μικρός Ιησούς με την Αγία Άννα, κατόπιν παραγγελίας, πιθανότατα μεταξύ του 1503 και του 1508.

       Το έργο παρέμεινε ημιτελές και δεν έφτασε ποτέ στον παραγγελιοδότη γεγονός που δυσχεραίνει περισσότερο την ακριβή χρονολόγησή του. Ωστόσο, επικρατούν δύο θεωρίες σχετικά με την ταυτότητα του παραγγελιοδότη  του έργου. Ίσως επρόκειτο για τον Βασιλιά Λουδοβίκου ΧΙΙ της Γαλλίας, ο οποίος παρήγγειλε το έργο με αφορμή την γέννηση της κόρης του, Claude, το 1499. Η ενίσχυση αυτής της θεωρίας εντείνεται και από την παρουσία της Αγίας Άννας, της προστάτιδας των εγκύων…  επιπλέον, Άννα λεγόταν και η σύζυγος του Βασιλιά. Σύμφωνα με την δεύτερη θεωρία, πρόκειται για την παραγγελία  ενός retable[1] για την Εκκλησία του Santissima Annunziata (του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου) στην Φλωρεντία.

  •     Έχοντας ξεκινήσει την περιπλάνησή του από τον μακρινό Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης, και ύστερα από μακρά παραμονή στην Ιταλία, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614) εγκαθίσταται στην Ισπανία το 1577. Ονειρεύεται να εργαστεί για λογαριασμό του Φιλίππου του Β’ που την περίοδο εκείνη προσλαμβάνει πολλούς καλλιτέχνες προκειμένου να διακοσμήσει το νέο του ‘διαμάντι’, το El Escorial.

        Στην καρδιά της Αντιμεταρρύθμισης, παλάτι και Εκκλησία σε κοινό μέτωπο, με ακατανίκητο όπλο την Ιερά Εξέταση, ενισχύονται και καθιερώνουν την κραταιά και θεοκρατούμενη Ισπανία. Η τέχνη της εποχής πρέπει να ανακόψει την περαιτέρω εξάπλωση του Προτεσταντισμού, να υμνήσει το καθολικό δόγμα και την ελέω Θεού εξουσία του Βασιλιά. Ο έλεγχος της εικονογραφίας είναι εξονυχιστικός και κάθε ‘ατασθαλία’ από πλευράς καλλιτέχνη τιμωρείται.

  •       Η σχέση καλλιτέχνη και παραγγελιοδότη, επηρέαζε άμεσα τη μορφή του τελικού έργου κατά την περίοδο της Αναγέννησης. Για μια πλούσια οικογένεια ευγενών, για μια συντεχνία εμπόρων ή χρυσοχόων, η δωρεά μιας εικόνας για την Αγία Τράπεζα (altarpiece), ή ενός κύκλου νωπογραφιών για ένα παρεκκλήσι, δεν ήταν εύλογη μόνο για τους “αγνούς” θρησκευτικούς λόγους, αλλά και για το κοινωνικό γόητρο και τη δόξα. Ήταν μια πράξη αξιοσημείωτη, σχετικά οικονομική και πάνω απ’ όλα αντιπροσωπευτική  της περηφάνιας και του κοινωνικού επιπέδου των πατρώνων, όπως επίσης και της αλληλεγγύης τους προς την κοινωνική τάξη πραγμάτων της σύγχρονης πόλης[1]. Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, είναι εύλογο να συμπεράνουμε, ότι μία επί της ουσίας διάκριση μεταξύ “δημόσιου” και ”ιδιωτικού” δεν αρμόζει στη λειτουργία της ζωγραφικής κατά την Αναγέννηση[2].

  •     Η ανάδειξη της προσωπικότητας του ατόμου και η βεβαιότητα για την αυτάρκη φύση του ανθρώπου, χαρακτηριστικά συνυφασμένα με την αναγεννησιακή αντίληψη, λέγεται ότι σηματοδοτούν το ξεκίνημα του σύγχρονου κόσμου. Όπως παρατηρεί ο John Pope-Hennessy “είναι αναμφίβολα αυτά τα στοιχεία που σηματοδοτούν το ξεκίνημα της σύγχρονης προσωπογραφίας”[1]. Σε μία κοινωνία όπου για πρώτη φορά ο άνθρωπος φαίνεται να ελέγχει συνειδητά, με τις δικές του δυνάμεις τη φύση και το πεπρωμένο και μ’ αυτό τον τρόπο να αγωνίζεται για τη δημιουργία και την προσωπική του κοινωνική άνοδο, είναι αναμενόμενο να συναντάμε και την αγάπη για την προσωπογραφία. Η άνθιση της προσωπογραφίας στην τέχνη της Αναγέννησης, δεν αντανακλά μόνο αυτή την πίστη του ατόμου στις δικές του ιδιαίτερες δυνάμεις και ικανότητες, αλλά και την αφύπνιση του ενδιαφέροντος για τα ανθρώπινα κίνητρα, τον χαρακτήρα και τα συναισθήματα.

  •    Οι αρραβώνες των Αρνολφίνι είναι ένα από τα διασημότερα έργα του σημαντικότερου εκπροσώπου της Αναγέννησης του Βορρά, του Jan van Eyck. Η θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνία των Κάτω Χωρών, του σημερινού Βελγίου και της Ολλανδίας, δεν ήταν ανάλογη μ’ αυτή των Ιταλών την ίδια εποχή. Εδώ ο καλλιτέχνης του τέλους του 14ου και των αρχών του 15ου αιώνα, ανέρχεται στην κοινωνική κλίμακα μόνο αν εργαστεί στην υπηρεσία κάποιου ηγεμόνα και στη περίπτωση αυτή, μόνο λόγω της φήμης που αποκτά, παρά λόγω της δεξιοτεχνίας ή της διάνοιάς του. Παραμένει ένας τεχνίτης, “ασυνείδητος” του πνευματικού χαρακτήρα του έργου του, γεγονός που δικαιολογεί και την απουσία αυτοπροσωπογραφιών, ακόμη και υπογεγραμμένων συχνά έργων. Η φωτεινότερη εξαίρεση αυτού του κανόνα για την φλαμανδική τέχνη της Αναγέννησης, ήταν ο Jan van Eyck.

  •    Ο Leonardo di ser Piero da Vinci (1452-1519), νόθος γιος του Piero Fruosino di Antonio da Vinci, ενός Φλωρεντινού συμβολαιογράφου, γεννήθηκε το 1452, στη μικρή πόλη Vinci της Τοσκάνης. Το 1472, σε ηλικία 20 ετών, καταγράφεται στα βιβλία της φλωρεντινής συντεχνίας ως ζωγράφος [1]. Στη Φλωρεντία έμεινε μέχρι το 1482 ή το 1483, οπότε και εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1499, έτος εισβολής των Γάλλων κατακτητών στην πόλη, δουλεύοντας κυρίως στην αυλή του Δούκα Ludovico Sforza (il Moro). Στην περίοδο αυτή αποδίδονται πολλά έργα του όπως ο Ευαγγελισμός, η προσωπογραφία της Ginevra de' Benci, η Παναγία των βράχων (που υπάρχει σε δύο παραλλαγές) και η Προσκύνηση των Μάγων. Η βασική καλλιτεχνική ενασχόλησή του στο Μιλάνο, ωστόσο, ήταν ένα άγαλμα του πατέρα του Ludovico Sforza, το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε και η πασίγνωστη τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου, στην τραπεζαρία της Santa Maria delle Grazie του Μιλάνου.

  •    Η μελέτη της αρχαιότητας κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, οδήγησε στην αλλαγή του πνευματικού και κοινωνικού επιπέδου του καλλιτέχνη. Δεν είναι πλέον ένας τεχνίτης, μέλος μιας μεσαιωνικής συντεχνίας, αλλά ένας διανοούμενος που καλείται να αποκτήσει ορθή γνώση των ουμανιστικών ιδεών ούτως ώστε όχι μόνο να τέρψει, αλλά και να διδάξει τους θεατές με τα έργα του. “Εμφανίζεται τώρα μια αυξανόμενη ζήτηση πολύπλοκων, πολυδάπανων και, τρόπον τινά, “μοναδικών” έργων που δεν θα φέρουν απλώς τη σφραγίδα της τεχνικής, επαγγελματικής δεξιότητας μια ομάδας ανώνυμων κατασκευαστών, αλλά θα είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα της “δημιουργικής σύλληψης” ενός και μόνο μεγαλοφυούς και, υποτίθεται, ελεύθερου από τους πάσης φύσεως συντεχνιακούς, επαγγελματικούς περιορισμούς, ατόμου-δημιουργού”[1]. Αφομοιώνοντας τη γνώση που τους παρέχει το παρελθόν και τροποποιώντας την παράδοση με σεβασμό, οι καλλιτέχνες έγιναν από απλοί χειρώνακτες ταυτόχρονα και θεωρητικοί, για να εργαστούν προς μία νέα κατεύθυνση με απώτερο στόχο την αναβίωση των ελευθέριων τεχνών και ιδιαίτερα την ανάδειξη της υποτιμημένης ζωγραφικής[2].

  •    Η βασικής σημασίας ιδέα της Αναγέννησης του κλασικού πολιτισμού ύστερα από μια μακρά περίοδο σκοτεινών χρόνων, την οποία αποκαλούμε Μεσαίωνα, είναι στην ουσία ένας μύθος που δημιουργήθηκε από τους λόγιους του 14ου και του 15ου αιώνα και εξελίχτηκε από διανοούμενους των χρόνων που ακολούθησαν. Οι Αναγεννησιακοί αντιλαμβάνονται την εποχή τους ως μία εποχή αφύπνισης, όχι μόνο των κλασσικών γραμμάτων, αλλά και των πλαστικών τεχνών[1]. Ο Giorgio Vasari (1511-1574) έγραφε στους Βίους των επιφανέστερων Ιταλών ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων: “Η μοίρα των τεχνών είναι ανάλογη μ’ εκείνη του ανθρώπινου σώματος: γέννηση, ωρίμανση, γήρανση, θάνατος. Σήμερα μπορεί κανείς να διαπιστώσει πιο εύκολα τη νέα γέννηση της τέχνης και τη τελειότητα στην οποία έχει φτάσει και πάλι”[2]. Η σκέψη του Vasari ήταν ιδανική για τους θετικιστές του 19ου αιώνα και τη θεμελίωση της έννοιας του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος με εμπιστοσύνη στη διανοητική και φυσική του δύναμη, μπορεί να ελέγξει το πεπρωμένο.